σεβαστον(ε)ίκης

σεβαστον(ε)ίκης
ὁ, Α
ο νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο-νίκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”